- κατατριβή
- η (Α κατατριβή) [κατατρίβω]καταπόνηση, εξάντληση, φθορά δυνάμεων με την πάροδο τού χρόνουαρχ.1. τοποθέτηση ψιμυθίου στο πρόσωπο, ψιμυθίωση, βάψιμο προσώπου2. σπατάλη, ασωτεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατατριβή — wasting fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατριβή — η καταπόνηση, εξάντληση, κατανάλωση δυνάμεων: Ενδιαφερόταν μόνο για την κατατριβή του εχθρού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατατριβῇ — κατατρίβω rub down aor subj pass 3rd sg κατατριβή wasting fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατρίβῃ — κατατρί̱βῃ , κατατρίβω rub down pres subj mp 2nd sg κατατρί̱βῃ , κατατρίβω rub down pres ind mp 2nd sg κατατρί̱βῃ , κατατρίβω rub down pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατριβῆς — κατατριβή wasting fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατριβήν — κατατριβή wasting fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)